planont
Look at other dictionaries:
planont — pla·nont … English syllables
πλανόντης — ο, Ν βιολ. 1. κάθε κινητικό σπόριο, γαμέτης ή ζυγώτης 2. το αρχικό αμοιβαδοειδές στάδιο σε μερικά σπορόζωα πρωτόζωα 3. μάζα σπορίων που παράγονται στα παχύτοιχα σποριάγγεια ορισμένων κατώτερων μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planont… … Dictionary of Greek